Αγαπημένη,
μου περιγράφεις με λόγια παθητικά την άνοιξη της Ελλάδας. Ναι, ξέρω τη σκηνοθεσία: οι μυγδαλιές ανθίζουν, οι ακακίες, οι λεμονιές, η γης γιομίζει χαμομήλι, έρχονται τα χελιδόνια. Κάθεσαι στον ήλιο, το κεφάλι σου, η ράχη σου, το μυαλό σου θερμαίνουνται, νύστα ανάλαφρη σε κυριεύει. -Είναι η άνοιξη της Ελλάδας.
Εδώ ξεσπάει μια άλλη άνοιξη. Τα χελιδόνια εδώ είναι φριχτά, δε μπορείς να τ' αντικρύσεις χωρίς να σε κυριέψει τρόμος. Παράλυτοι είναι ξαπλωμένοι στα πεζοδρόμια και φωνάζουν. Αξιωματικοί, στρατιώτες χωρίς πόδια, χωρίς χέρια, χωρίς μάτια, κάθουνται στις γωνιές και ζητιανεύουν. Τα μικρά παιδιά, απόξω από τα μεγάλα ξενοδοχεία μαζεύονται κι ως ανοίξει η πόρτα χύνουνται μέσα κι αρπάζουν κάτω από τα τραπέζια τα ψίχουλα.
Σα βραδιάζει, γυναίκες στέκουνται ένας σωρός στην άκρα του δρόμου και λένε λόγια τρυφερά στους διαβάτες, γιατί δεν έφαγαν όλη μέρα. Η αστυνομία οργάνωσε ιδιαίτερη υπηρεσία, τη νύχτα, για να εμποδίζει τις μητέρες να πέφτουνε με τα παιδιά τους στον ποταμό.
Χτες είδα μια γυναίκα στις σκάλες ενός Υπουργείου με το πόδι απάνου στ' άλλο και φαινόταν η γύμνια της. Ήτανε λυπημένη και κυνική και χλωμότατη από την πείνα. Τι λεπτομέρεια βέβαια να νοιάζεσαι για ντροπή και για γύμνια, τη στιγμή που ψοφάς από την πείνα. Η "αιδώς" είναι πολυτέλεια για τους πλούσιους.
Και συνάμα δίπλα από τη φρίκη τούτη ξετσίπωτος χορός, μουσική τσιγγάνικη, γυναίκες γυμνές που τραγουδούν, άντρες ολοκόκκινοι από το μπιφτέκι και τη λαγνεία.
Θε μου, φωνάζω, πότε θα κατέβεις στα θεμέλια της γης ν' αδράξεις τους στύλους που την κρατούν και να τους σείσεις -κι ας χαθεί η ψυχή μου. Ναι, καλύτερα ένα τρομερό τέλος παρά ένας τρόμος χωρίς τέλος!
Θυμούμαι μιαν άνοιξη- από τους Δελφούς ως την Αράχωβα ο δρόμος είχε γιομίσει αγριόροδα. Στάθηκα κρατώντας την καρδιά μου κι ένιωθα τα δάκρυά μου να τρέχουν. Πόσο γλυκά κατέβαινε τότε η Πνοή απάνω μου κι απάνου στη γης! Μα ο άνθρωπος σήμερα που πονάει και βλέπει δε μπορεί πια να ζει το ειδύλλιο. Μετατοπίστηκαν τα ρόδα, αλλάξανε φύση οι μεγάλοι χαιρετισμοί. Περπατώ, κοιτάζω τις ζωγραφιές στα Μουσεία, ακούω τους σοφούς στα Πανεπιστήμια. Πέρυσι ακόμα τι χαρές! Μα σήμερα νιώθω πως όλα τούτα είναι ανάξια, μάσκες γαληνές για να σκεπάσουν τη φοβερή αλήθεια, προσωπεία για τους άναντρους.
Αχ! αν ήξερες, Αγαπημένη, πόσο υποφέρω χωρίς καμμιάν ελπίδα και συνάμα χωρίς καμμιά λιγοψυχιά. Οι χαρές που είχα εδώ, όντας πρωτοήρθα, εξαφανίστηκαν. Η μουσική πρέπει νάναι εξαίρετη για να μπορέσει μια στιγμή να με κυριέψει. Μα αντιστέκομαι, δε θέλω το όπιο αυτής της ωραιότητας. Κάποτε, ένα ωραίο ζωγραφικό έργο με συναρπάζει, μα όχι γιατί είναι ωραίο, μα γιατί είναι μια κραυγή διαμαρτυρίας, ένα χρώμα, μια γραμμή που υψώνεται μέσα σ' ένα στενό ξύλινο περβάζι και διαμαρτύρεται.
Τι χαρές μου είχανε δώσει χρόνια και χρόνια τ' αγάλματα τα ελληνικά κι οι ζωγραφιές της αναγέννησης! Τώρα ένα μίσος νιώθω αλλόκοτο, ξαναζεί μέσα μου η σκοτεινή, γόνιμη δύναμη των πρώτων πιστών ενάντια στις θεία ισορροπημένες μορφές των περασμένων θρησκειών.
Αρχίζω πια να θεωρώ την τέχνη τούτη σαν έχτρα. Δίνει γαλήνη στον άνθρωπο περσότερη απ' ότι χρειάζεται σήμερα, τον παρηγοράει, του μετατοπίζει τη συγκίνηση, του ειρηνεύει την αγανάκτηση. Συχνά οι μορφές αυτής της ωραιότητας παραπλάνησαν και τις πιο εκλεκτές ψυχές και τις απομάκρυναν από το οδυνηρό, άμορφο, αβέβαιο σύγχρονο χρέος τους.
Πάω συχνά όπου μαζεύονται οι εργατικές μάζες και κοιτάζω: τα πρόσωπα είναι λιγνά, τα χέρια είναι σκληρά και σαλεύουνε βαριά κι αδέξια, τα κορμιά έχουνε στραβώσει και φαγωθεί από τη δουλειά. Μια μυρωδιά ανεβαίνει κρασιού και καπνού και σου ρχεται να λιγωθείς. Είναι η μυρωδιά του νέου σταύλου, όπου ξαναγεννιέται ο Θεός.
Ο ρήτορας μιλάει, λέει και ξαναλέει τα αιώνια μαγικά λόγια: "Δικαιοσύνη! Ελευθερία!" και κάτου η μάζα τ'ακούει και μουγκρίζει. Πότε μια γυναίκα, πότε ένας άντρας από τους ακροατές πετιέται, λέει ένα λόγο, άλλοι λαβαίνουνε μέρος, ο χορός δένεται, οι ήρωες ξεκαθαρίζουνται, ξετυλίγουνται οι περιπέτειες, ο έλεος ανεβαίνει.
Το νιώθεις πως όλοι τούτοι οι αργάτες, γυναίκες και άντρες, που φωνάζουν, όλη η σκοτεινή μάζα που ψάχνει ζητώντας την έξοδο, είναι πάλι το τεράστιο μαρτυρικό σώμα του Διόνυσου που το μέλισαν οι άνομες δυνάμεις και τώρα σπαράζεται στη γης. Είναι ο Χριστός που σταυρώνεται απάνου στην ανθρώπινη σάρκα, πονάει, διψάει και ρωτάει μ' αγωνία: Πατέρα, Πατέρα, γιατί με εγκατέλειπες;
Δεν είναι μήτε ο Χριστός, μήτε ο Διόνυσος. Τι ανάγκη έχουμε εμείς από τα παλιά παραμύθια; Είναι ο άνθρωπος που πεινάει και φωνάζει. Είναι ο άνθρωπος που είναι σκλάβος και μάχεται για λευτεριά. Ποίησες δε χρειαζόμαστε, αλληγορίες δε θέμε. Με στέρεο νου, με καρδιά που χτυπάει μισώντας, αγαπώντας, αντικρύζουμε τη σύγχρονη φρίκη. Ποιες είναι οι σύγχρονες αγωνίες κι ελπίδες; Ποιο είναι το σύγχρονο χρέος; Πώς μπορούμε να συνταιριάσουμε τη σκέψη και την πράξη μας με το γενικό ρυθμό που κυβερνάνε την ανήλεη έφοδο της ζωής;
Ένας παλιός κόσμος γκρεμίζεται, ένας καινούριος κόσμος ψάχνει με παράφορη ελπίδα, μέσα στο αίμα και τη δυστυχία, να γεννηθεί. Βρισκόμαστε στο κρίσιμο και βίαιο στάδιο όπου η δυναστευόμενη τάξη οργανώνεται, παίρνει συνείδηση της δύναμής της, άρχισε τον αγώνα, προχωρεί, υποχωρεί, ξαναρχίζει, ωσότου αστράψει η μοιραία νίκη- κι όπως στάθηκε πάντα ο νόμος η κυριάρχη τάξη γκρεμιστεί κι οι σημερινοί δυναστευόμενοι γίνουν δυνάστες.
Οι αργάτες δεν αποτείνουνται πια στη φιλανθρωπία και στην καλή θέληση των αστών, μήτε πλανιούνται με τις απλοϊκές ελπίδες πως ειρηνικά θα μπορέσουνε να λυτρωθούν. Νιώθουν πως μονάχα με τη βία κι ύστερα από μακροχρόνιο, όλο λύσσα, πόλεμο οι κυρίαρχοι θ' αφήσουν την εξουσία. Καμιά πια πίστη πως υπάρχει μέλλουσα ζωή, όπου τάχατε θα βρούνε δικαιοσύνη, δεν τους παραπλανάει ν'αναβάλλουνε σε μεταθανάτια ζωή την εκδίκηση. Η γης τούτη είναι η Κόλαση, η γης τούτη είναι κι η Παράδεισο. Τούτη είναι η τωρινή και η μέλλουσα ζωή. Απάνου στην τραχιά τούτη φλούδα της γης πρέπει να πολεμήσουμε, εδώ να ξεσπάσει η τιμωρία, εδώ να χαρούμε το μίσος και την αγάπη.
Στηρίζουνται οι νέοι σκλάβοι μονάχα στις ατομικές, οργανωμένες δυνάμεις τους. Η ικανότητα των χεριών τους και του μυαλού τους, τίποτα άλλο δε μπορεί να τους σώσει. Κοιτάζουνται απάνου από τα γεωγραφικά σύνορα των Πατρίδων, οι αδικημένοι σμίγουν τα χέρια, αναγνωρίζουνται αδερφοί. Κοινές ελπίδες τους θερμαίνουν, κοινές δυστυχίες, κοινό μίσος, πειθαρχούν όπως όλοι οι πιστοί, συντάζουνται ολοένα για έφοδο.
Μια νέα πίστη αναταράζει πάλι τις μάζες. Μέσα στα ζοφερά αργαστήρια της σάρκας τους, όλο βάρος ακόμα και σκοτάδι, δουλεύουν νέα οράματα. Μετατοπίζουνται οι αρετές, δημιουργούνται καινούριες, ο πόλεμος αποχτάει νέα, ανώτερη δικαιολογία. Πολλά που αγαπούμε ακόμα από ιερή παράδοση, από κληρονομικές συνήθειες, από στενά νοητικά επιχειρήματα, πρέπει να τα θυσιάσουμε ηρωικά. Μαζί τους θα ξεριζωθεί κι ένα κομμάτι καρδιά. Μα έτσι ανανιώνεται μονάχα η σάρκα και το πνέμα του ανθρώπου.
Ανατροπή για να ξανακαινουριώσει ο κόσμος, "Εκπύρωση", όπως έλεγαν οι αρχαίοι στωικοί, να ποιο είναι το χρέος κάθε σκεφτόμενου σήμερα μέσα σε τόσο ανήθικο κι ανέλπιδο χάος. Ν' ανοιχτεί άβυσσο, φοβερότερη ακόμα, ανάμεσα καλού και κακού, να πληθύνει η αδικία, να κατέβει η Πείνα και να θερίσει τα σωθικά μας- αλλιώς δε σωζόμαστε.
Ένα μίσος ξεσπάει μέσα μου, Αγαπημένη. Είναι ανένδοτο γιατί κατέχει πως αυτό, καλύτερα, βαθύτερα από τις αναιμικές αγάπες, δουλεύει τον έρωτα. Νιώθω πως ο πόλεμος είναι σήμερα ο θεός Απόλλωνας που οδηγάει τις εννιά Μούσες. Γιατί η εποχή μας δεν είναι στιγμή ισορρόπησης, οπόταν η υποταγή, η γαλήνη, η σιωπή, η ομορφιά είναι μεγάλες αρετές. Ζούμε τη φοβερή έφοδο, χιμούμε για να κυριέψουμε μια νέα, πλουσιότερη ισορροπία. Γι' αυτό σήμερα η ανοχή είναι αθλιότητα κι αναντρία.
Νάμαστε απροσάρμοστοι, να η μεγάλη αρετή μας. Να μη βολευόμαστε, νάμαστε ανυπόμονοι, σκληροί, γιομάτοι ανησυχία και πίστη, να θέμε το αδύνατο- σαν τους ερωτευμένους. Να ξέρουμε πως ό,τι λένε σήμερα δικαιοσύνη είναι οργανωμένη αδικία, κι ό,τι λένε ηθική είναι η βολική, ταπεινή συνεννόηση των άναντρων. Και να μην το ανεχόμαστε.
Τέτοια η φλογερή προπόνησή μας. Κάθε μέρα κι όλο βαθύτερα στερεώνεται μέσα μου μια πεποίθηση που εξηγάει τις σύγχρονες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, πνεματικές ανησυχίες: Μπαίνουμε σ' ένα καινούριο Μεσαίωνα. Πρέπει καλά να βάλουμε στο νου μας πως δεν παραδίνουμε στα παιδιά μας ειρήνη μα πόλεμο. Εμείς σπέρνουμε τον άνεμο, αυτά θα θερίσουν την τρικυμία. Καινούριοι πόλεμοι, πολύχρονοι, δίχως έλεος, με μικρά διαστήματα ανακωχής κι αβέβαιης ειρήνης αρχίζουνε. Στην αρχή ανάμεσα ακόμα σε πατρίδες και κοινωνικές τάξεις και τέλος θα ξεσπάσουν καθαροί οι αγώνες των τάξεων.
Οι αστοί είναι ακόμα πολύ δυνατοί, καλά οργανωμένοι κρατούνε στα χέρια τους όλα τ'άρματα, το μυαλό τους είναι όλο πανουργία και δύναμη. Οι αργάτες δεν είναι ακόμα δυνατοί, δεν είναι ακόμα στέρεα οργανωμένοι, πέφτουνε στις παγίδες των αστών, ξεγελούν την πείνα τους γλείφοντας τα κόκκαλα που τους ρίχνουν οι πονηροί χαροκόποι.
Αυτό το μεσοβασιλίκι- μια τάξη ξεπέφτει, η άλλη δεν έχει ακόμα τη δύναμη να τη διαδεχτεί- το ονομάτισαν πάντα Μεσαίωνα. Μπαίνουμε σ' ένα θαμαστό, επικίντυνο, σκληρό, μακροχρόνιο Μεσαίωνα. Πολύ απλοϊκοί, πολύ αγαθοί, χορτοφάγοι και θεόσοφοι μου φαίνουνται οι σύγχρονοι ειρηνικοί αναμορφωτές και καλητερευτές της εποχής μας. Σε άλλους καιρούς, όταν μια θρησκευτική πίστη έθρεφε τους ανθρώπους, καλά είσαν τα ξόμπλια στα κράσπεδα του Θεού, καλοί είσαν οι ασκητές, καλοί κι οι καβαλάρηδες στα αετώματα, καλό το τραγούδι που δοξολογούσε την αρετή, το Θεό, τη γυναίκα. Ωραίο πολύ ήταν το παγόνι της ομορφιάς με τ' ανοιχτά πολύχρωμα φτερά στα πόδια του Υψίστου.
Σήμερα όλα τούτα τ' αντικρύζει η ψυχή μου μ' αγανάχτηση. Με αηδία. Ο αέρας άλλαξε, αναπνέμε μιαν άνοιξη βαριά, γιομάτη θειάφι. Φωνές σηκώνουνται. Ποιος φωνάζει; Εμείς φωνάζουμε, τα δέντρα, τα ζώα, τα πλήθη! Κι ύστερα σιωπή. Ξεχνάμε από τεμπελιά, από συνήθεια, από φόβο. Μα ξάφνου πάλι η κραυγή σκίζει τα σωθικά μας. Γιατί η κραυγή τούτη δεν είναι απόξω, δεν είναι μακριά, δεν έρχεται για να μπορούμε να ξεφύγουμε- μέσα στην καρδιά κάθεται η κραυγή και φωνάζει.
Η αγωνία εδώ του λαού, η πείνα, η ατιμία, η αγανάχτηση με διαποτίζουν, αναπνέω την αποσύνθεση και συνάμα τη χαρά, τη μυστηριώδικη χαρά που μας κυριεύει μπροστά στην αποσύνθεση- σα να ξέραμε πως η αποσύνθεση είναι η μία, η πρώτη όψη της ανάστασης.
Μια νύχτα είχα ξυπνήσει τρομαγμένος γιατί κάποιος στ' όνειρό μου φώναξε τ' όνομά μου. Και το απλότατο αυτό φώναγμα μου φάνηκε σα νάχε τόσο βαρύ περιεχόμενο που ένιωσα να τρέμω, σα να με φώναζε στη μάχη ένας στρατηγός, σα να δεχόμουν εντολή μεγάλη, προσταγή να πεθάνω. Εδώ, περπατώντας τους δρόμους ακούω ολούθε κραυγές να φωνάζουν τον κάθε διαβάτη με τ' όνομά του.
Συχνά έτσι σε συλλογούμαι, Αγαπημένη, με αγανάχτηση, με θλίψη.
Συλλογούμαι τη μεγάλη σου δύναμη, που ξοδεύεται, εκεί κάτου, στην άμυνα. Άμυνα να μην ξεπέσεις, να μην αφομοιωθείς, να στέκεσαι λίγο όρθια.
Αχ! πότε να συνεργαστούμε, όλοι μαζί, σε μιαν επίθεση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου