"Happiness consists in realizing it's all a great strange dream"

22 Αυγούστου 2015

Η γενιά των συναισθηματικά ανάπηρων

Αυτή είναι μια εντελώς υποκειμενική άποψη για την γενιά των ανθρώπων που είναι σήμερα γύρω στα 25 μέχρι ανθρώπους που είναι γύρω στα 40, και στην οποία και εγώ η ίδια ανήκω. Μπορεί δηλαδή να συμπεριλαμβάνει κι άλλες ηλικίες, αλλά δεν έχω μεγάλο δείγμα συναναστροφών κάτω των 25 και άνω των 40, οπότε δε μπορώ να πω με σιγουριά. Έχω λοιπόν σκοπό να σας αναπτύξω τις σκέψεις μου γύρω από τη συναισθηματική αναπηρία της πλειοψηφίας των ατόμων αυτών των ηλικιών. 
Καλό θα είναι στην αρχή να εξηγήσω τι εννοώ με τον όρο "συναισθηματική αναπηρία" : είναι λίγο ως πολύ αυτό που εννοούν οι φίλοι και οι γνωστοί μας όταν μας ανακοινώνουν ότι χώρισαν διότι το ταίρι τους "δεν τους ταίριαζε", "δεν τους καταλάβαινε", "τους ζήλευε", "δεν προσπαθούσε", "δεν τους έκανε να νιώθουν ξεχωριστοί". Ως συναισθηματικά ανάπηρο επιχειρώ να χαρακτηρίσω τον άνθρωπο που δεν ξέρει να διαχειριστεί και να εκφράσει τα συναισθήματα που έχει ψύχραιμα και με σεβασμό για τα συναισθήματα του ανθρώπου που έχει απέναντί του.
Άνθρωποι ερωτευμένοι, χαίρονται, αγκαλιάζονται, ζευγαρώνουν, συγκατοικούν- πάντα μου άρεσε να θεωρώ τον έρωτα ως τη βασική αφορμή για να έρθουν κοντά δυο άνθρωποι και τελικά να αγαπηθούν- κι αν προλάβουν πριν να τους τελειώσει ο έρωτας, παντρεύονται και κάνουν παιδιά. Κι αυτός ο πρώτος ενθουσιασμός για τον καινούριο άνθρωπο κάποτε φθίνει. Κι αν ο έρωτας κι ο ενθουσιασμός ξέρουν καλά να στραβώνουν τους ανθρώπους για να μη βλέπουν ότι έχουν ελαττώματα, κάποτε τελειώνουν, και αρχίζουν να διακρίνονται στο μεγαλείο τους πανέμορφες οι διαφορές που έχουν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Ή όχι και τόσο πανέμορφες τελικά... 
Και τότε, τι? Συνήθως οι άνθρωποι τα παρατάνε. Ο μέχρι πρότινος "άνθρωπός τους", "το άλλο τους μισό" μετατρέπεται σταδιακά σε κάτι λιγότερο από μισό. Ασχημαίνει. Γίνεται ενοχλητικό. Γίνεται ολοένα και λιγότερο από αρκετό. Τους βαραίνει.  Και η σχέση τελειώνει. Είναι στις μέρες μας πιο φυσικό κι από την ανάσα, οι άνθρωποι να αναζητήσουν ένα νέο ταίρι, πιο αρκετό, πιο συμβατό, πιο πολύ από αυτό που κατάντησε για αυτούς το προηγούμενο. Και συνήθως βρίσκουν το επόμενο ταίρι και το μεθεπόμενο, και το επόμενο από αυτό, διότι η ανεπάρκεια δεν βρίσκεται σε αυτόν που αφήνεις πίσω, η ανεπάρκεια ανήκει σε σένα που "πας παρακάτω", επομένως μοιραία την κουβαλάς και την ανακαλύπτεις ξανά μόλις τελειώσει ο επόμενος έρωτας. Κι ο μεθεπόμενος. Κι ο επόμενος από το μεθεπόμενο.

Τι να έκαναν άραγε σε αντίστοιχες συνθήκες οι παππούδες μας? 

Δεν μπορούμε να πούμε με σιγουριά, αλλά ας διακινδυνεύσουμε μια υπόθεση: 
Οι παππούδες μας γεννήθηκαν λίγο πριν ως λίγο μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι περισσότερες οικογένειες σε κείνη την εποχή αντιμετώπιζαν σοβαρά θέματα επιβίωσης κι οι γάμοι συνήθως ήταν από συνοικέσιο. Το να κάνεις πολλά παιδιά εκείνη την εποχή ήταν λίγο και σαν στρατηγική r : σε αντίξοες συνθήκες το να αφήσεις πολλούς απογόνους αύξανε την πιθανότητα να επιβιώσει μεγαλύτερος αριθμός από αυτούς και να φτάσουν με τη σειρά τους σε αναπαραγωγική ηλικία. Σε αντίξοες συνθήκες στις περισσότερες οικογένειες είχαμε ένα και μοναδικό μέλημα: την επιβίωση. Τα συναισθήματα- που φυσικά και θα υπήρχαν- έρχονταν σε δεύτερη μοίρα. Πόσο μάλλον η γαλούχηση των παιδιών στην αποδοχή και τη διαχείριση των συναισθημάτων τους. Το συναίσθημα σε δύσκολους καιρούς μπορεί να θεωρούνταν χαρακτηριστικό των αδύναμων ανθρώπων. Κι έτσι τα παιδιά των περισσότερων παππούδων μας- δηλαδή οι περισσότεροι γονείς μας- γεννιόταν και μεγάλωναν σε ένα περιβάλλον που η στοργή και η τρυφερότητα προσφέρονταν- αν προσφέρονταν καθόλου- σε ειδικές περιστάσεις και με το σταγονόμετρο. Ρωτήστε τους γονείς σας αν έχουν ανάμνηση στιγμών τρυφερότητας μεταξύ των γονιών τους: θαρρώ πως οι περισσότεροι θα απαντήσουν αρνητικά.
Και φτάνουμε στη γενιά των γονιών μας. Οι περισσότεροι από αυτούς μεγάλωσαν σε σταθερότερο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον από αυτό των γονιών τους, ωστόσο πρέπει να θυμόμαστε ότι έχουν από καθόλου ως ελάχιστες αναμνήσεις του τι μπορεί να σημαίνει τρυφερότητα και εκφράσεις αγάπης ανάμεσα σε ένα ζευγάρι. Και αυτοί οι άνθρωποι ήρθε η στιγμή που παντρεύτηκαν. Τα συνοικέσια πλέον είναι πολύ λιγότερα κι οι περισσότεροι από τους γονείς μας "παντρεύτηκαν από αγάπη". Αλλά τι σήμαινε αυτή η αγάπη? Ήξεραν? 
Εδώ ο συλλογισμός αρχίζει και γίνεται λίγο πιο σκληρός, διότι έχω σκοπό να σας μιλήσω για τους γονείς μας. Άνθρωποι της μεταπολίτευσης, περισσότερο ελεύθεροι από τους προγόνους τους, συνήθως χωρίς σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, είχαν την πολυτέλεια της επιλογής: ερωτεύονταν και έκαναν οικογένεια. Και μεγάλωναν παιδιά. Και τους περνούσε κάποια στιγμή και ο έρωτας. Εδώ έχω εντοπίσει δυο κύριες κατηγορίες γονιών: αυτούς που τσακώνονταν ώσπου να πάρουν τελικά διαζύγιο (το διαζύγιο που άλλοτε δεν ήταν καν επιλογή, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αρχίζει σταδιακά να απενοχοποιείται κοινωνικά) κι αυτούς που συνέχισαν να τσακώνονται αλλά αρνήθηκαν να πάρουν διαζύγιο "για το καλό των παιδιών" (πολύ εύστοχα τη δεύτερη κατηγορία ένας φίλος την κατονόμασε ως "γονείς που τους παρακαλούσαν τα ίδια τα παιδιά τους να χωρίσουν). 
Όταν ήμουν μικρή θεωρούσα- όπως και όλοι οι μικροί μου φίλοι- ότι μόνο λίγοι γονείς είχαν αυτό το "ασυμφωνία χαρακτήρων", αλλά τα μικρά παιδιά συζητάνε μεταξύ τους κι ο κατάλογος των "αταίριαστων ζευγαριών" ολοένα μεγάλωνε. Τι έφταιξε κι η γενιά των γονιών μας έβγαλε περισσότερο "αποτυχημένα" ζευγάρια από τη γενιά των παππούδων μας? Η μισή απάντηση έχει δοθεί λίγο παραπάνω: το διαζύγιο είχε γίνει μια κοινωνικά αποδεκτή επιλογή κι επιπλέον η κοινή ανάγκη να μείνουν ενωμένοι ως οικογένεια για να επιβιώσουν- όπως οι γονείς τους- δεν υπήρχε πια. Αλλά αυτή είναι μόνο η μισή απάντηση. Γιατί αυτές οι δυο κύριες κατηγορίες γονιών - που κατά τη γνώμη μου και τη μικρή μου "έρευνα" αθροιστικά αποτελούν την πλειοψηφία των ζευγαριών της γενιάς τους- έφτασαν στο σημείο να αποξενώνονται μέσα στο σπιτικό που οι ίδιοι αποφάσισαν λίγο νωρίτερα να ανοίξουν? 
Εκτός από το διαζύγιο, η γενιά των γονιών μας γνώριζε και άλλες επιλογές που οι δικοί τους γονείς δεν είχαν: η σεξουαλική απελευθέρωση και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης (ειδικά για τις μαμάδες μας) ήταν προοπτικές που οι περισσότεροι παππούδες και γιαγιάδες μας δεν είδαν και δεν φαντάστηκαν καν. Και φυσικά δεν θα περίμενε κανείς αυτές οι προοπτικές να αξιοποιηθούν από τους δικούς μας γονείς αμέσως με τον πιο κατάλληλο και λειτουργικό τρόπο. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η μοιχεία στην Ελλάδα αποποινικοποιήθηκε μόλις το 1982, κι από τότε αναλογιστείτε σε πόσα περισσότερα ζευγάρια ανέκυπτε το ζήτημα ύπαρξης "τρίτου προσώπου", εραστή ή ερωμένης, φανερά ή λιγότερο φανερά, παράλληλα με τη συζυγική τους σχέση και πόσο κλόνιζε αυτό το ζήτημα την ίδια τη συζυγική σχέση και φυσικά τα παιδιά τους, δηλαδή εμάς. Δεν ισχυρίζομαι φυσικά ότι κακώς αποποινικοποιήθηκε η μοιχεία, αλλά παραθέτω την παράμετρο αυτής της αλλαγής στην εποχή των γονιών μας για να σκιαγραφήσω με περισσότερη σαφήνεια τα "σημεία των καιρών τους". Άλλο ένα σημείο που προσθέτει λίγες ακόμη σταθερές γραμμές στο σκίτσο αυτής της εποχής είναι η γυναικεία χειραφέτηση, η οποία ναι μεν είχε ξεκινήσει από την γενιά των παππούδων μας, αλλά εδραιώθηκε στη γενιά των γονιών μας: οι περισσότερες γυναίκες είχαν την επιλογή να εργαστούν, να διεκδικήσουν ρόλους στην κοινωνική ζωή και να μην έχουν ως μόνο και αυτονόητο ρόλο αυτό της συζύγου-μητέρας που φροντίζει μόνο το σπίτι της και τα παιδιά της. Ναι, αλλά οι σύζυγοι των περισσότερων μανάδων μας δεν είδαν ποτέ τις δικές τους μανάδες να δουλεύουν ανεξάρτητα από τους πατεράδες τους και να έχουν το δικό τους εισόδημα και το δικό τους κοινωνικό κύκλο. Κι αυτό ήταν κάτι που έπρεπε να μάθουν να αποδέχονται και να στηρίζουν, χωρίς όμως κανείς να τους έχει δείξει ή διδάξει πώς. Και υπενθυμίζω ότι πρόκειται για μια γενιά ανθρώπων που κατά πλειοψηφία δεν βίωσαν την τρυφερότητα και την αρμονική επικοινωνία και συνεννόηση των γονιών μέσα στην πρώτη τους οικογένεια. Και φυσικά έπρεπε να την ανακαλύψουν μόνοι τους και να την διδάξουν στα παιδιά τους. Ή να συνεχίσουν να αγνοούν την αξία των όμορφων συναισθημάτων και της έκφρασής τους και να μεγαλώσουν με τη σειρά τους τα δικά τους παιδιά- δηλαδή εμάς-  χωρίς αυτά.
Φτάσαμε σε μας, τη γενιά των συναισθηματικά ανάπηρων. Δεν έχει σημασία αν είμαστε συναισθηματικά ανάπηροι πρώτης, δεύτερης ή εκατοστής γενιάς. Σημασία έχει ότι είμαστε ανάπηροι. Νιώθουμε το κενό στη διαχείριση των συναισθημάτων μας και δεν το θέλουμε. Είμαστε πιο ελεύθεροι από τους γονείς μας, διότι πλέον είναι κοινωνικά αποδεκτό κάποιος να παντρεύεται και να κάνει οικογένεια μόνο αν το θέλει, χωρίς να είναι δακτυλοδεικτούμενος αν δεν το κάνει. Κι αν οι γονείς μας είχαν από καμία έως δυο- τρεις σχέσεις πριν γνωριστούν μεταξύ τους, εμείς είναι αποδεκτό να έχουμε όσες θέλουμε, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε λογαριασμό σε κανέναν. Με λίγα λόγια, μπορεί οι γονείς μας να μην κατάλαβαν ποτέ τι σήμαινε το ότι "παντρεύτηκαν από αγάπη", αλλά εμείς είμαστε λίγο χειρότεροι από κείνους: όσοι δεν είδαν και δεν ήξεραν τι είναι αγάπη μεταξύ δυο ανθρώπων, αντί να ρωτήσουν, αποφάσισαν να βαφτίσουν αγάπη ό,τι τους βόλευε. 
Δεν θα αναφερθώ στις σχέσεις που έκανε η γενιά μας στην εφηβεία ή στην πρώτη νιότη της: εκεί μαθαίνεις. Δοκιμάζεις. Έχεις σχεδόν απεριόριστες προοπτικές και θες να τα χορτάσεις όλα. Και μάλλον καλά κάνεις όταν δεν πειράζεις κανέναν. Αλλά εκεί, γύρω στα 25, το πολύ στα 30, το ρολόι αρχίζει και χτυπάει αλλιώς. Και εννοώ το βιολογικό ρολόι. Αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι σε αυτήν την ηλικία κουρδίζονται με κάποιο μαγικό τρόπο για να αποκτήσουν παιδιά. Εννοώ ότι αρχίζει και παίρνει μορφή μια ανάγκη για ένα νέο είδος επικοινωνίας, συντροφικότητας, σχέσης. Δεν θα κάνω διαχωρισμό ανάμεσα στα δυο φύλα, αν και μάλλον οι γυναίκες είναι πιο αποφασισμένες σε αυτές τις ηλικίες λόγω της προοπτικής της μητρότητας - δεν εννοώ ότι οι γυναίκες σε αυτήν την ηλικία θέλουν όλες να γίνουν μανούλες, απλώς ότι είναι πιο ξεκάθαρη από βιολογική άποψη για κείνες η μετάβαση στη σταθερότητα μιας σχέσης. 
Και το βλέπεις γύρω σου να γίνεται. Εκεί γύρω στα 25  οι άνθρωποι της γενιάς μας επιχειρούν να κάνουν περισσότερο σταθερές σχέσεις. Κι όταν ερωτευθούν αμοιβαία, ξεκινάνε. Και πολλοί από αυτούς σε ένα εξάμηνο χωρίζουν. Δεν ήταν το κατάλληλο ταίρι και ξαναψάχνουν. Και πάμε από την αρχή. Αν σε κάποιο τέτοιο αμοιβαίο ξεκίνημα τεθεί θέμα παιδιών ή χωρίζουν διότι ο ένας θεωρεί ότι δεν είναι έτοιμος ή ότι δεν θέλει να το κάνει ή προχωράνε αν συμφωνήσουν σε αυτήν την κοινή προοπτική. Από αυτούς που χωρίζουν οι μισοί ψάχνουν κάποιον που θέλει να κάνει οικογένεια και οι πρώην τους κάποιον που δεν θέλει. Από αυτούς που προχωράνε διότι θέλουν κι οι δυο μια κοινή πορεία, σε κάποιους προκύπτει κάποια στιγμή ένα παιδί και πιθανότατα ένας γάμος. Δείτε ότι οι περισσότεροι συνομήλικοί μας ανήκουν σε κάποια από τις παραπάνω κατηγορίες.
Δεν θα αναφερθώ σε κάθε κατηγορία ξεχωριστά, ούτε θα συνεχίζω για πολύ το συλλογισμό μου. Είμαι μέσα σε αυτή τη γενιά, συναναστρέφομαι κυρίως με ανθρώπους σε αυτές τις ηλικίες και συνεχώς διαπιστώνω κοινά θέματα, κοινά προβλήματα στις σχέσεις τους, κοινές αγκυλώσεις στις επιλογές και στην μεταξύ τους επικοινωνία. 
Βλέπω συνεχώς ανθρώπους συναισθηματικά ανικανοποίητους.  Άλλοι αναζητούν συνεχώς κάποιο ταίρι για να μην είναι μόνοι τους- συνήθως δεν έχουν καμία διάθεση να επικοινωνήσουν με αυτό το ταίρι, αρκεί να μην είναι μόνοι τους- είναι συνήθως εκείνοι που όταν ξαναμείνουν μόνοι τους θα θεωρούν τον πάλαι ποτέ "αγαπημένο"ως μοναδικό υπεύθυνο για τη νέα μοναξιά τους, ή τον εαυτό τους ακατάλληλο για σχέση. Άλλοι παλεύουν να επικοινωνήσουν με το ταίρι τους μόνο με λέξεις: δεν ξέρουν αλλιώς. Άλλοι όταν κουραστούν ή απογοητευθούν από κάτι που είπε/ δεν είπε ή έκανε/ δεν έκανε το ταίρι τους, απλώς εξαφανίζονται. Άλλοι μένουν σε σχέσεις και παλεύουν να επικοινωνήσουν με την ελπίδα ότι ο άλλος θα αλλάξει. (και φυσικά υπάρχουν και τα όμορφα και αρμονικά ζευγάρια, λίγα έχουν πέσει στην αντίληψή μου, αλλά αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι συναισθηματικά ανάπηροι για να έχουν φτάσει ως εδώ, άρα δεν εμπίπτουν στο αντικείμενο του συλλογισμού μου)
Όταν αυτοί οι άνθρωποι της γενιάς μου κοιτάξουν γύρω τους, θα δουν ζευγάρια με πολύ όμοια αδιέξοδη πορεία και ίσως έτσι βρουν άλλοθι για τη δική τους στάση. Όταν κοιτάξουν τη γενιά των γονιών μας σπάνια θα βρουν ένα παράδειγμα προς μίμηση: όλα σχεδόν τα ζευγάρια είναι παραδείγματα προς αποφυγή ("μην τυχόν και καταντήσουμε σαν τους γονείς μας!") Αλλά αυτό είναι το πρώτο λάθος: τα βιώματα είναι βιώματα, κι όταν έχεις απορρίψει τα λάθη των προηγούμενων το κάνεις μια και καλή. Δεν πορεύεσαι στις σχέσεις σου με το φόβο "μην τυχόν και καταντήσεις σαν κι αυτούς", διότι με αυτόν τον τρόπο, αυτό ακριβώς θα πετύχεις. Και θα ματαιώσεις αυτή τη σχέση για να την αντικαταστήσεις με μια επόμενη που θα ματαιώσεις λίγο παρακάτω- μην τα ξαναλέμε. Αν πραγματικά θέλεις να μάθεις πώς μπορεί να πετύχει η σχέση με έναν άνθρωπο και δεν φοβάσαι να κοπιάσεις και να προσπαθήσεις, βρίσκεις ένα όμορφο και αρμονικό ζευγάρι (ναι, το είπαμε, υπάρχουν και τέτοια) και ρωτάς πώς το έκαναν αυτό το όμορφο "μαζί" (αν όντως είναι όμορφο το "μαζί" που δείχνουν, είμαι σίγουρη ότι με χαρά θα σου πουν τον δικό τους τρόπο). 
 Ανήκω σε μια γενιά ανθρώπων που είναι σαφώς πιο ελεύθεροι από τους προγόνους τους. Αλλά στους περισσότερους λείπει κάτι πολύ βασικό. Λείπει το εργαλείο για να αξιοποιήσουν αυτές τις ελευθερίες τους ώστε να γίνουν πιο όμορφοι άνθρωποι και να μοιραστούν αυτή την ομορφιά με τους συντρόφους και τα παιδιά τους. Το εργαλείο για να γίνει αυτό το στερήθηκαν και οι γονείς και οι παππούδες μας. Πρέπει να το επινοήσουμε, στους περισσότερους δεν το δίδαξε κανένας. Τους περισσότερους από μας δεν μας ανάγκασε κανείς ούτε να παντρευτούμε έναν άνθρωπο τον οποίο δεν έχουμε επιλέξει, ούτε να παντρευτούμε καν. Ούτε καν να κάνουμε σχέση. Είμαστε ελεύθεροι να το επιλέξουμε, αλλά οι περισσότεροι δεν θέλουμε καμία ευθύνη για την επιλογή μας. 
Επιλέγω να μην είμαι μόνος μου, σημαίνει επιλέγω να συμπορευθώ με έναν άνθρωπο διαφορετικό από μένα, που έχει ομορφιές και ασχήμιες, όπως κι εγώ. Επιλέγω να είμαι με έναν άνθρωπο δεν σημαίνει επιλέγω να συμβιβαστώ ή να καταπιεστώ, να συμβιβάσω ή να καταπιέσω. Σημαίνει να αποδεχτώ εγώ εκείνον, κι εκείνος εμένα. Να τον αποδεχτώ και να τον εμπιστευτώ, αμοιβαία και απόλυτα. Σημαίνει να χαίρομαι και αυτά που συμβαίνουν εύκολα κι απλά αλλά και αυτά που συμβαίνουν δύσκολα και πολύπλοκα. Διότι αφού επέλεξα να είμαι ομάδα, να είμαι μαζί με αυτόν τον άνθρωπο κι όχι μόνη μου, αυτός ο άνθρωπος δε μπορεί να βρεθεί απέναντι, αλλά μόνο δίπλα μου. Κι εγώ το ίδιο.
Δυο άνθρωποι για να είναι μαζί, έχουν μόνο δυο εμπόδια να προσπεράσουν: τον εγωισμό του ο καθένας. Κι αυτό δεν είναι εύκολο, αλλά γίνεται ευκολότερο όταν προσπαθούν μαζί. Συνηθίσαμε να είμαστε εγωιστές. Διδαχτήκαμε πώς να είμαστε έτσι. Ως παιδιά οι περισσότεροι δεν βιώσαμε την καθημερινή έκφραση της αγάπης και της αποδοχής από τον ένα γονιό μας στον άλλο, είτε γιατί δεν υπήρχε, ή γιατί δεν ήξεραν να τη δείξουν, ή γιατί κι αν την έδειξαν κάποτε, αυτή επισκιάστηκε από διενέξεις και κονταροχτυπήματα εγωισμών μέσα στην πρώτη μας οικογένεια. Δεν μεγαλώσαμε θεωρώντας τον εγωισμό εχθρό και την αποδοχή του άλλου σύμμαχο. Είναι καινούριος κι αχαρτογράφητος αυτός ο δρόμος. Κι αφού δεν είναι πια υποχρεωτικό να είμαστε ζευγαρωμένοι ή/ και με παιδιά για να είμαστε αποδεκτοί στην κοινωνία, όσοι δεν είναι διατεθιμένοι να προσπαθήσουν μαζί με κάποιον άλλον να αποδεχτούν την ανάγκη τους για τρυφερότητα, αποδοχή, αλλά κυρίως τη διαφορετικότητά τους και την ομορφιά της, ας πάρουν την ευθύνη τους κι ας μην επιχειρούν σχέσεις. Κι όσοι το επιχειρήσουν, να πάρουν με χαρά την ευθύνη της επιλογής τους κι αυτή τη χαρά να τη μοιράσουν απλόχερα στους φίλους και στα παιδιά τους. Διότι δεν τολμώ να φανταστώ σε μια γενιά από τώρα, τη γενιά των παιδιών μας, πόσο πιο σκανδαλώδης θα μπορούσε να είναι "η σκανδαλώδης ομοιότητα της αγάπης με κάτι φτηνοχωρισμούς για πέταμα*".

*στίχος της Κικής Δημουλά






"Θέλεις λοιπόν την Ένωση;

Η Ένωση δεν είναι κάτι που βρίσκεται στη γη,
ούτε στην αγορά πουλιέται. 
Την Ένωση με τη ζωή σου την πληρώνεις
αλλιώς θα την κατάφερνε ο καθένας"

Τζελαλαντίν Ρουμί, Ο Αγαπημένος

(μτφ Καδιώ Κολύμβα, εκδ. Αρμός)