Θα κλείσω τα μάτια
θ’ απλώσω τα χέρια
μακρυά από τη φτώχεια
μακρυά απ’τη μιζέρια
θα πάρω την στράτα
και εγώ τη μεγάλη
θα κλείσω τα μάτια
και όπου με βγάλει*
Όπου κοιτάζεις, εκεί πηγαίνεις. Κι είπα να κοιτάζω μόνο τις ομορφιές. Μήπως και τους δώσω λίγο θάρρος κι αρχίσουν μαγικά να πολλαπλασιάζονται. Δεν είναι καθόλου ουτοπικό αυτό. Ούτε μεταφυσικό. Στο λέω διότι το κατάφερα. Και θυμήθηκα ότι οι άνθρωποι είναι όμορφα πλάσματα, ότι το τραγούδι τους φτιάχνεται με τα ίδια πράγματα που φτιάχνεται και το δικό μου τραγούδι. Συγχώρησα στην απερισκεψία των άλλων όλες τις δικές μου απερισκεψίες, στην απουσία των άλλων όλες τις δικές μου απουσίες, στη μικρότητά τους κάθε δική μου μικρότητα. Αγάπησα στην παραμικρή ομορφιά των άλλων κάθε μικρή δική μου ομορφιά. Κι άρχισα να καταλαβαίνω νιώθοντας, άρχισα να αγγίζω την κλωστή που ενώνει όσα ως τώρα κατανοούσα με ένα μυαλό που είχε μάθει μόνο να διαχωρίζει.
Όλα αυτά με κλειστά μάτια.
Έτσι και κάνω να τ' ανοίξω, μια βροντερή σφαλιάρα με πετάει κάτω.
Θύτες διαιωνίζουν την ασχήμια χωρίς κόπο: δημιουργώντας θύματα. Αίμα και εξουσία. Καθωσπρεπισμός και άκρατη ηθικολογία. Χρέη, αυτοκτονίες, μισαλλοδοξία και κατανάλωση. Καταστολή και αντίσταση. Θυσίες αμνών εις το όνομα της πλάνης. Καιροσκόποι, ταγοί του μίσους, έφηβοι στην παρανοϊκή ηλιθιότητα φασιστικών επιφάσεων, το μέλλον μου, το παρόν μου. Πού βρίσκομαι?
Βρίσκομαι βαθιά μες στην αντίληψη μιας κοινωνίας μηρυκαστικών, όπου η μόνη ελευθερία που μοιάζουν να έχουν τα μέλη της είναι η ελευθερία να διαλέξουν μέγεθος κελιού. Και το πιο παράδοξο είναι ότι συνήθως διαλέγουν τα πιο μικρά κελιά. Και μετά κάνουν πως δεν τα διάλεξαν και χτυπιούνται με μανία στους τέσσερις τοίχους ώσπου να ματώσουν. Θα φτάσουν στο σημείο να πεθάνουν ή να σκοτώσουν για να βγουν. Και φυσικά δεν επιθυμούν καν να βγουν. Διότι το κλειδί ήταν πάντα επάνω στην πόρτα.
Αλήθεια, ήταν πάντα εκεί. Συνέβη και το είδα. Κι άνοιξα. Και βγήκα.
Απλά, σαν το φως όταν ξημερώνει. Όμορφα, σαν μια νεράιδα που χορεύει στο όνειρό σου. Με συγχώρησα που έμεινα τόσο καιρό εκεί μέσα κι έτσι συγχωρώ κι εσένα που πασχίζεις μάταια τόσον καιρό και δε θες ν' ακούσεις πόσο απλό είναι να δραπετεύσεις από αυτό το μαρτύριο.
Μέσα στην ασχήμια του κελιού σου δε θα μπω. Μην προσπαθήσεις να με σύρεις. Θέλεις να σε μισήσω, αλλά αυτό δε μπορεί να συμβεί πια. Ξέρεις το δρόμο, είναι πολύς κόσμος έξω, μια μέρα θα αδειάσετε όλοι τα κελιά σας
και δε θα κρατάω πια τα μάτια μου κλειστά.
*Οι στίχοι είναι από τραγούδι του Άκη Πάνου στην αρχική του μορφή. Το τραγούδησε ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και λογοκρίθηκε από τη χούντα ως "κομμουνιστικού περιεχομένου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου